- κέρχνω
- κέρχνω (Α) [κέρχνος (II)]1. (μτβ.) κάνω κάτι βραχνό ή τραχύ2. (αμτβ.) είμαι βραχνός ή τραχύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κερχνώ — κερχνῶ, όω (Α) [κέρχνος (II)] (κατά τον Ησύχ.) «κερχνῶσαι καταστίξαι καὶ οἷον τραχῡναι» … Dictionary of Greek
κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… … Dictionary of Greek
κέρχνωμα — κέρχνωμα, τὸ (Α) [κερχνώ] (κατά τον Ησύχ.) «κερχνώμασι τραχύσμασι, κυκλώμασι, γαργαλισμοῑς καλοῡσι δὲ καὶ τὸν περὶ τὰς ἴτυς τῶν ἀσπίδων κόσμον καὶ ποτηρίων ἐπιχείλων» … Dictionary of Greek